συμπεθερεύω
Смотреть что такое "συμπεθερεύω" в других словарях:
συμπεθερεύω — και συμπεθεριάζω συμπεθέρεψα και συμπεθέριασα, γίνομαι συμπέθερος, γίνομαι συγγενής κάποιου εξ επιγαμίας: Με το γάμο των παιδιών τους συμπεθέριασαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπεθερεύω — Ν [συμπέθερος] συμπεθεριάζω … Dictionary of Greek
επιγαμβρεύω — ἐπιγαμβρεύω (AM) δίνω τον νεώτερο αδελφό ως σύζυγο στη χήρα τού μεγαλύτερου αδελφού αρχ. 1. γίνομαι γαμπρός κάποιου 2. γίνομαι πεθερός, κάνω γαμπρό 3. μέσ. συμπεθερεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γαμβρεύω (< γαμβρός)] … Dictionary of Greek
συμπεθεριάζω — βλ. συμπεθερεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)